θεός

θεός
θεός
Grammatical information: m. f.
Meaning: `god, goddess' (Il.);
Compounds: myk. te-o. Very often in compp., e. g. ἄ-θεος, θεο-ειδής; θεόσ-δοτος after Διόσ-δοτος; on the form θεσ- s. θέσκελος, θέσπις. On θεσ- as magnifying prefix in MoGr. Georgakas Άθ. 46, 97ff.
Derivatives: 1. θεά f. `goddess' (ep.; details in Lommel Femininbildungen 13f., also Wackernagel Syntax 2, 25; on θεά and fem. θεός in Hom. s. Humbach Münch. Stud. zur Sprachwiss. 7, 46ff.). 2. θέαιναι pl. `goddesses' (after τέκταιναι a. o.; in Hom. as metr. filling; not with Chantraine REGr. 47, 287 n. 1 archaic form; further Schwyzer 475 w. n. 7). 3. θεῖος `divine' (Il.; cf. below) with θειώδως adv. (pap.), θειότης `godliness' (LXX, NT, Plu.), θειάζω `prophesy, honour as god' (Th.), also with prefix, e. g. ἐπι-θειάζω `swear in the name of the gods' with (ἐπι-)θειασμός (Th.) 4. θεϊκός `id.' (late). 5. Denomin. verb θεόω, -όομαι `make to a god, become a god' (Call.), mostly with prefix, e. g. ἀπο-θεόω `id.' (pap., Plb., Plu.) with ἀποθέωσις (Str.).
Origin: IE [Indo-European] [259] *dʰ(e)h₁s- `god'
Etymology: The connection with Arm. di-k` pl. `gods' (Bartholomae BB 17, 348) seems probable; further to Lat. fēriae `festive days', fēstus `feastly, fānum `temple', s. W.-Hofmann s. vv.; to Skt. dhíṣṇiya- Mayrhofer KEWA s. dhiṣáṇā. Arm. di-k` would come from IE *dhēs-es, and θεός could be *dhĕs-ós; cf. θέσ-κελος; θεῖος then from *θέσ-ι̯ος (Schwyzer 467). The ē : go back on *dheh₁s-: *dhh₁s-; this explains also the Latin forms, e.g. fānum \< *fasnom \< *dʰh₁s-nom; thus Rix, Kratylos XIV (1969) [1972] 179f. - The etymology as *θϜεσ-ός with Lith. dvasià `spirit', MHG getwās `ghost' (s. on θεῖον) can be abandoned; there is no trace of the F in Greek and it is impossible in the Armenian word.
Page in Frisk: 1,662-663

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεός — God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… …   Dictionary of Greek

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εὑρὲ Θεός τὸν ἀλιτρόν. — См. Виноватого Бог сыщет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”